οἶνος

οἶνος
οἶνος (ϝοῖνος, cf. vinum): wine. It was regularly mixed with water before drinking, see κρητήρ, ἀμφιφορεύς, ἀσκός, πίθος, πρόχοος, νέμειν. Epithets, αἶθοψ, ἐρυθρός, μελιηδής, μελί- φρων, ἡδύς, ἡδύποτος, εὐήνωρ. γερούσιος οἶνος, typical of the dignity of the council of elders. Places famed for the quality of wine produced were Epidaurus, Phrygia, Pedasus, Arne, Histiaea, Lemnos, Thrace, Pramne, and the land of the Ciconians.

A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • οινός — οἰνός, ὁ (Α) [οίνη (II)] η οίνη* (II) …   Dictionary of Greek

  • οἶνος — the ace masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οίνος — ο (ΑΜ οἶνος) 1. το οινοπνευματούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση τού γλεύκους τών νωπών σταφυλιών, το κρασί (α. οἶνος εὐφραίνει καρδίαν ἀνθρώπου», ΠΔ β. «άκρατος οίνος» ανέρωτο κρασί γ. «ρητινίτης οίνος») 2. το ποτό που παράγεται από τη ζύμωση …   Dictionary of Greek

  • Οἶνος ἦν ἀληθής. — οἶνος ἦν ἀληθής. См. Вся правда в вине …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Οἰνος, ὦ φίλε παῖ, καὶ ἀλάθεα. — οἰνος, ὦ φίλε παῖ, καὶ ἀλάθεα. См. Вся правда в вине …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Οἶνος... ἀνθρώποις δίοπτρον. — οἶνος... ἀνθρώποις δίοπτρον. См. Вся правда в вине …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • οίνος — ο οινοπνευματώδες ποτό που παράγεται από το χυμό του σταφυλιού, αλλ. κρασί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ἀνδρὸς δ’οἶνος ἔδειξε νοον. — ἀνδρὸς δ’οἶνος ἔδειξε νοον. См. Вся правда в вине …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Κάτοπτρον... ἐστ’ οἶνος νοῦ. — См. Вся правда в вине …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • οἶνε — οἶνος the ace masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἶνοι — οἶνος the ace masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”